Ἱστιαίου

Ἱστιαίου
Ἱστιαῖος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Αρταφέρνης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πέρσης πρίγκιπας (6ος 5ος αι. π.Χ.). Ήταν ετεροθαλής αδελφός του Δαρείου Α’. Σε αυτόν οφείλεται κυρίως η αποτυχία της επανάστασης των Ιώνων (498 π.Χ.), οι οποίοι παρότι έκαψαν τις Σάρδεις –την κάτω πόλη– δεν… …   Dictionary of Greek

  • Μύρκινος — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 370 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος, του νομού Σερρών. Βρίσκεται προς τα δυτικά της επαρχίας και στο σημείο που ενώνεται ο ποταμός Αγγίτης με τον Στρυμόνα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέας Ζίχνης. II Πόλη της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”